Noun: δραστηριότητα
Singular
Nominative | δραστηριότητα |
Genitive | δραστηριότητας |
Accusative | δραστηριότητα |
Vocative | δραστηριότητα |
Nominative | drastiriótita |
Genitive | drastiriótitas |
Accusative | drastiriótita |
Vocative | drastiriótita |
Plural
Nominative | δραστηριότητες |
Genitive | δραστηριοτήτων |
Accusative | δραστηριότητες |
Vocative | δραστηριότητες |
Nominative | drastiriótites |
Genitive | drastiriotíton |
Accusative | drastiriótites |
Vocative | drastiriótites |
Sample Sentences
-
Δραστηριότητα μαθηματικών για το νηπιαγωγείο. (Maths activities for the nursery school.)
Nouns inflected like δραστηριότητα
αντιξοότητα,
αντικανονικότητα,
νευροτοξικότητα,
κοινότητα,
αμαρτωλότητα,
ανθηρότητα,
ορθότητα,
απαισιότητα,
κοιλότητα,
ακρότητα,
ισότητα,
αντιπαλότητα,
κινητικότητα,
αντιποιητικότητα,
ενοχλητικότητα,
ιδιαιτερότητα,
σπανιότητα,
αρρενωπότητα,
θεότητα,
απαιτητικότητα, etc. (List truncated at 20 verbs)
Etymology
From Byzantine Greek δραστηριότης (drastēriótēs), equivalent to δραστήριος (drastírios, “active”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”).
Translations
δραστηριότητα